upshot
up
ˈʌp
απ
shot
ˌʃɑt
σατ
British pronunciation
/ˈʌpʃɒt/

Ορισμός και σημασία του "upshot"στα αγγλικά

01

το τελικό αποτέλεσμα, η έκβαση

the final outcome of a series of actions, events, or discussions
example
Παραδείγματα
The upshot of the negotiations was a mutually beneficial agreement.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν μια αμοιβαία ωφέλιμη συμφωνία.
Despite the team 's efforts, the upshot of the project was less than expected.
Παρά τις προσπάθειες της ομάδας, το αποτέλεσμα του έργου ήταν λιγότερο από το αναμενόμενο.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store