Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Upshot
01
το τελικό αποτέλεσμα, η έκβαση
the final outcome of a series of actions, events, or discussions
Παραδείγματα
The upshot of the negotiations was a mutually beneficial agreement.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν μια αμοιβαία ωφέλιμη συμφωνία.
Despite the team 's efforts, the upshot of the project was less than expected.
Παρά τις προσπάθειες της ομάδας, το αποτέλεσμα του έργου ήταν λιγότερο από το αναμενόμενο.
Λεξικό Δέντρο
upshot
shot



























