Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unwell
01
άρρωστος, δυσάρεστος
not feeling physically or mentally healthy or fit
Παραδείγματα
Despite being unwell, he finished the marathon.
Παρόλο που αισθανόταν άσχημα, τελείωσε το μαραθώνιο.
She was unwell last night and had to leave the party early.
Ήταν άσχημα χθες το βράδυ και έπρεπε να φύγει νωρίς από το πάρτι.
Λεξικό Δέντρο
unwell
well



























