Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
peaked
01
χλωμός, ασθενικός
(of a person) looking pale, sickly, or physically weak
Παραδείγματα
She was too peaked to get out of bed and join the others.
Φαινόταν πολύ χλωμή για να σηκωθεί από το κρεβάτι και να ενωθεί με τους άλλους.
His peaked face showed the toll of the long illness.
Το αδύνατο πρόσωπό του έδειχνε το τίμημα της μακράς ασθένειας.
02
έφτασε στο αποκορύφωμα, σε υψηλότερο επίπεδο
having reached the highest point or maximum level
Παραδείγματα
His energy levels peaked just before the race began.
Τα επίπεδα ενέργειάς του έφτασαν στο αποκορύφωμά τους λίγο πριν από την έναρξη του αγώνα.
The stock prices peaked last Friday before starting to decline.
Οι τιμές των μετοχών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους την περασμένη Παρασκευή πριν αρχίσουν να μειώνονται.
Λεξικό Δέντρο
peaked
peak



























