Peaked
volume
British pronunciation/pˈiːkt/
American pronunciation/ˈpikt/

Ορισμός και Σημασία του "peaked"

01

(of a person) pale, ill, or feeble

02

having reached the highest point or maximum level

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store