Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unwilling
01
απρόθυμος, διστακτικός
reluctant or resistant to do something
Παραδείγματα
She was unwilling to participate in the project because of her busy schedule.
Ήταν απρόθυμη να συμμετάσχει στο έργο λόγω του πολυάσχολου προγράμματός της.
He was unwilling to compromise on his principles, even if it meant losing the deal.
Ήταν απρόθυμος να συμβιβαστεί στις αρχές του, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να χάσει τη συμφωνία.
02
απρόθυμος, διστακτικός
in spite of contrary volition
Λεξικό Δέντρο
unwilling
willing
will



























