Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unwelcome
01
ανεπιθύμητος, δεν είναι ευπρόσδεκτος
not receiving a warm or friendly reception
Παραδείγματα
The unwelcome guest arrived uninvited at the party.
Ο ανεπιθύμητος καλεσμένος έφτασε χωρίς πρόσκληση στο πάρτι.
His unwelcome comments made the situation more tense.
Τα ανεπιθύμητα σχόλιά του έκαναν την κατάσταση πιο τεταμένη.
Λεξικό Δέντρο
unwelcome
welcome



























