Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unwarranted
01
αδικαιολόγητος, ανεξήγητος
incapable of being justified or explained
Παραδείγματα
The manager 's criticism was completely unwarranted given the employee's excellent performance.
Η κριτική του διευθυντή ήταν εντελώς αδικαιολόγητη δεδομένης της εξαιρετικής απόδοσης του υπαλλήλου.
His unwarranted accusations caused a lot of unnecessary stress and tension.
Οι αβάσιμες κατηγορίες του προκάλεσαν πολύ άγχος και ένταση.
03
αβάσιμος, αδικαιολόγητος
having no reliable source or justification
Παραδείγματα
The unfounded complaint was quickly disregarded.
Ο αβάσιμος παράπονος αγνοήθηκε γρήγορα.
His unfounded belief in the conspiracy theory led to confusion.
Η αβάσιμη πίστη του στη θεωρία συνωμοσίας οδήγησε σε σύγχυση.
Λεξικό Δέντρο
unwarranted
warranted
warrant



























