Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unviable
01
αβάσιμος, απραγματοποίητος
cannot do what it is intended to successfully
Παραδείγματα
The plan was deemed unviable due to its high costs and lack of necessary resources.
Το σχέδιο κρίθηκε ακατόρθωτο λόγω των υψηλών του κόστους και της έλλειψης απαραίτητων πόρων.
The proposal was rejected because it was considered unviable in the current economic climate.
Η πρόταση απορρίφθηκε επειδή θεωρήθηκε αδύνατη στο τρέχον οικονομικό κλίμα.
Λεξικό Δέντρο
unviable
viable



























