Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unwashed
01
απλύτητος, βρώμικος
not cleaned with or as if with soap and water
02
απλύτητος, λαϊκός
of or associated with the great masses of people
Λεξικό Δέντρο
unwashed
washed
wash
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απλύτητος, βρώμικος
απλύτητος, λαϊκός
Λεξικό Δέντρο