Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unused
01
αχρησιμοποίητος, δεν χρησιμοποιείται
not put into action by anyone before
Παραδείγματα
The unused gym membership was a waste of money.
Η αχρησιμοποίητη συνδρομή στο γυμναστήριο ήταν σπατάλη χρημάτων.
She found an unused notebook in her drawer, perfect for jotting down ideas.
Βρήκε ένα αχρησιμοποίητο σημειωματάριο στο συρτάρι της, ιδανικό για να σημειώνει ιδέες.
02
αχρησιμοποίητος, μη χρησιμοποιημένος
an easy accomplishment
03
αχρησιμοποίητος, μη χρησιμοποιούμενος
not in active use
04
αχρησιμοποίητος, δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί
not yet put into use
Λεξικό Δέντρο
unused
used
use



























