unused
un
ʌn
αν
used
ju:zd
γουζντ
British pronunciation
/ʌnjˈuːzd/

Ορισμός και σημασία του "unused"στα αγγλικά

01

αχρησιμοποίητος, δεν χρησιμοποιείται

not put into action by anyone before
unused definition and meaning
example
Παραδείγματα
The unused gym membership was a waste of money.
Η αχρησιμοποίητη συνδρομή στο γυμναστήριο ήταν σπατάλη χρημάτων.
She found an unused notebook in her drawer, perfect for jotting down ideas.
Βρήκε ένα αχρησιμοποίητο σημειωματάριο στο συρτάρι της, ιδανικό για να σημειώνει ιδέες.
02

αχρησιμοποίητος, μη χρησιμοποιημένος

an easy accomplishment
03

αχρησιμοποίητος, μη χρησιμοποιούμενος

not in active use
04

αχρησιμοποίητος, δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί

not yet put into use
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store