Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untroublesome
01
απρόβλητος, εύκολος στην αντιμετώπιση
not causing trouble or difficulties and being easy to deal with
Λεξικό Δέντρο
untroublesome
troublesome
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απρόβλητος, εύκολος στην αντιμετώπιση
Λεξικό Δέντρο