Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unusable
01
αχρησιμοποίητος, άχρηστος
not able to be used or accessed effectively, typically due to damage, malfunction, or impracticality
Παραδείγματα
The broken computer was unusable until it was repaired.
Ο σπασμένος υπολογιστής ήταν αχρησιμοποίητος μέχρι να επισκευαστεί.
The expired ingredients in the pantry were unusable for cooking.
Τα ληγμένα συστατικά στο παντοπωλείο ήταν αχρησιμοποίητα για μαγείρεμα.
Λεξικό Δέντρο
unusable
usable
use



























