Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untrodden
01
απάτητος, αναγνώριστος
not traversed by foot
Παραδείγματα
They ventured into the forest 's untrodden undergrowth with only a map to guide them.
Επικινδύνευσαν στο αδάπατο υποκάλυμμα του δάσους έχοντας μόνο έναν χάρτη ως οδηγό.
The photographer sought the untrodden dunes along the desert's periphery.
Ο φωτογράφος αναζητούσε τις απατημένες αμμόλοφους κατά μήκος της περιφέρειας της ερήμου.



























