untreated
un
ʌn
αν
trea
ˈtri
τρι
ted
tɪd
τιντ
British pronunciation
/ʌntɹˈiːtɪd/

Ορισμός και σημασία του "untreated"στα αγγλικά

01

ακατέργαστος, που δεν έχει υποστεί χημική ή φυσική επεξεργασία

not subjected to chemical or physical treatment
02

αθεράπευτος, χωρίς θεραπεία

(of a condition or ailment) not addressed or managed with medical care or treatment
example
Παραδείγματα
Jack 's untreated toothache became more painful as the days went by.
Ο αθεράπευτος πονόδοντος του Τζακ έγινε πιο επώδυνος με το πέρασμα των ημερών.
Without proper medication, Sarah 's untreated infection worsened over time.
Χωρίς την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η αθεράπευτη λοίμωξη της Σάρα χειροτέρευσε με το πέρασμα του χρόνου.
03

ακατέργαστος, αχρωμάτιστος

(of a specimen for study under a microscope) not treated with a reagent or dye
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store