Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untreated
01
ακατέργαστος, που δεν έχει υποστεί χημική ή φυσική επεξεργασία
not subjected to chemical or physical treatment
02
αθεράπευτος, χωρίς θεραπεία
(of a condition or ailment) not addressed or managed with medical care or treatment
Παραδείγματα
Jack 's untreated toothache became more painful as the days went by.
Ο αθεράπευτος πονόδοντος του Τζακ έγινε πιο επώδυνος με το πέρασμα των ημερών.
Without proper medication, Sarah 's untreated infection worsened over time.
Χωρίς την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η αθεράπευτη λοίμωξη της Σάρα χειροτέρευσε με το πέρασμα του χρόνου.
03
ακατέργαστος, αχρωμάτιστος
(of a specimen for study under a microscope) not treated with a reagent or dye
Λεξικό Δέντρο
untreated
treated
treat



























