Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untrusting
01
δυσπιστος, ύποπτος
causing or feeling a lack of confidence in someone or something
Παραδείγματα
She had an untrusting attitude toward his promises.
Είχε μια δυσπιστική στάση απέναντι στις υποσχέσεις του.
The untrusting nature of the dog made it hard to approach.
Η δυσπιστική φύση του σκύλου έκανε δύσκολη την προσέγγιση.
Λεξικό Δέντρο
untrusting
trusting
trust



























