Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mistrustful
01
δυσπιστος, σκεπτικιστικός
distrustful of others and skeptical of their intentions
Παραδείγματα
The mistrustful colleague questioned the motives behind every decision made by the team.
Ο δυσπιστος συνάδελφος αμφισβήτησε τα κίνητρα πίσω από κάθε απόφαση που πάρθηκε από την ομάδα.
Being mistrustful, she hesitated to share personal information with her coworkers.
Όντας δυσπιστική, δίσταζε να μοιραστεί προσωπικές πληροφορίες με τους συναδέλφους της.
Λεξικό Δέντρο
mistrustful
trustful
trust



























