Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mistreatment
01
κακοποίηση, άδικη μεταχείριση
the act of treating someone in a cruel, abusive, or unfair way, often causing physical or emotional harm
Παραδείγματα
He suffered mistreatment at the hands of his employer.
Υπέστη κακοποίηση στα χέρια του εργοδότη του.
Mistreatment can have lasting psychological effects.
Η κακοποίηση μπορεί να έχει διαρκή ψυχολογικά αποτελέσματα.
Λεξικό Δέντρο
mistreatment
treatment
treat



























