Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to mistrust
01
δυσπιστώ, απιστώ
to have doubts, reservations, or uncertainties about relying on someone or something
Παραδείγματα
His suspicious nature causes him to instinctively mistrust people's intentions until they prove otherwise.
Η ύποπτη φύση του τον κάνει να δυσπιστεί ενστικτωδώς στις προθέσεις των ανθρώπων μέχρι να αποδείξουν το αντίθετο.
After being lied to repeatedly, she mistrusted anything he said.
Αφού της είπαν ψέματα επανειλημμένα, δεν εμπιστευόταν τίποτα από όσα έλεγε.
Mistrust
01
δυσπιστία, καχυποψία
the trait of not trusting others
02
δυσπιστία, απιστία
doubt about someone's honesty
Λεξικό Δέντρο
mistrust
trust



























