Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
distrustful
01
δυσπιστικός, ύποπτος
(of a person) not having trust or confidence in someone or something
Παραδείγματα
She gave him a distrustful glance after hearing the rumor.
Του έριξε μια δυσπιστική ματιά αφού άκουσε τη φήμη.
His distrustful attitude made it difficult for him to form new relationships.
Η δυσπιστική του στάση του έκανε δύσκολο να δημιουργήσει νέες σχέσεις.
Λεξικό Δέντρο
distrustful
trustful
trust



























