Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disturbingly
01
αναστατωτικά, με τρόπο που προκαλεί ανησυχία
in a way that causes worry, discomfort, or unease
Παραδείγματα
The news report was disturbingly detailed about the crime scene.
Η ειδησεογραφική αναφορά ήταν αναστατωτικά λεπτομερής για τη σκηνή του εγκλήματος.
She smiled disturbingly even though the situation was very serious.
Χαμογέλασε αναστατωτικά παρόλο που η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή.
Λεξικό Δέντρο
disturbingly
disturbing
disturb



























