Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disunite
01
διαχωρίζω, χωρίζω
force, take, or pull apart
02
διαιρώ, χωρίζω
to cause disagreement or separation between a group of people
Λεξικό Δέντρο
disunite
unite
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διαχωρίζω, χωρίζω
διαιρώ, χωρίζω
Λεξικό Δέντρο