Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disused
01
αχρησιμοποίητος, εγκαταλελειμμένος
previously in use but is now abandoned, neglected, or no longer in operation
Λεξικό Δέντρο
disused
used
use
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αχρησιμοποίητος, εγκαταλελειμμένος
Λεξικό Δέντρο