leery
lee
ˈlɪ
λι
ry
ri
ρι
British pronunciation
/lˈi‍əɹi/

Ορισμός και σημασία του "leery"στα αγγλικά

01

προσεκτικός, ύποπτος

causing or feeling caution or suspicion
example
Παραδείγματα
She was leery of the new offer, unsure if it was genuine.
Ήταν διστακτική απέναντι στη νέα προσφορά, αβέβαιη αν ήταν γνήσια.
The leery look on his face suggested he did n't trust the situation.
Το ύποπτο βλέμμα στο πρόσωπό του υποδείκνυε ότι δεν εμπιστευόταν την κατάσταση.

Λεξικό Δέντρο

leery
leer
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store