Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
leery
01
προσεκτικός, ύποπτος
causing or feeling caution or suspicion
Παραδείγματα
She was leery of the new offer, unsure if it was genuine.
Ήταν διστακτική απέναντι στη νέα προσφορά, αβέβαιη αν ήταν γνήσια.
The leery look on his face suggested he did n't trust the situation.
Το ύποπτο βλέμμα στο πρόσωπό του υποδείκνυε ότι δεν εμπιστευόταν την κατάσταση.



























