leeway
lee
ˈli
λι
way
ˌweɪ
ουει
British pronunciation
/lˈiːwe‍ɪ/

Ορισμός και σημασία του "leeway"στα αγγλικά

01

περιθώριο ελιγμών, ευελιξία

the amount of freedom or flexibility allowed within certain limits or boundaries
example
Παραδείγματα
The manager gave us some leeway to adjust the project deadlines.
Ο διαχειριστής μας έδωσε κάποια ευελιξία για να προσαρμόσουμε τις προθεσμίες του έργου.
The company allows employees a little leeway to adjust their work hours.
Η εταιρεία επιτρέπει στους εργαζόμενους μια μικρή ευελιξία για να προσαρμόσουν τις ώρες εργασίας τους.
02

πλευρική παρέκκλιση, περιθώριο παρέκκλισης

(of a ship or plane) sideways drift
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store