Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Leeward
01
πλευρά προς τον υπήνεμο, πλευρά προστατευμένη από τον άνεμο
the side of something that is sheltered from the wind
02
υποήνεμος πλευρά
the direction in which the wind is blowing
leeward
01
υποήνεμος, προστατευμένος από τον άνεμο
on the side away from the wind
leeward
01
προς την υπήνεμη πλευρά, προς την κατεύθυνση της υπήνεμης πλευράς
in a direction or position away from the wind
Παραδείγματα
The sailboat is currently drifting leeward due to the calm winds.
Το ιστιοπλοϊκό παρασύρεται προς κατάντη λόγω των ήρεμων ανέμων.
The ship drifted leeward after the storm passed, carrying it away from its intended course.
Το πλοίο παρασύρθηκε προς την κατεύθυνση του ανέμου μετά το πέρασμα της καταιγίδας, απομακρυνόμενο από την προβλεπόμενη πορεία του.



























