Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
left
01
αριστερός
located or directed toward the side of a human body where the heart is
Παραδείγματα
Placing his hand over his heart, he proudly wore the badge on the left side of his chest.
Τοποθετώντας το χέρι του πάνω από την καρδιά του, φορούσε με περηφάνια το σήμα στην αριστερή πλευρά του στήθους του.
The photograph captured the couple, with arms entwined, standing on the left side of the frame.
Η φωτογραφία κατέγραψε το ζευγάρι, με τα χέρια πλεγμένα, να στέκεται στην αριστερή πλευρά του πλαισίου.
02
απομείναν, υπολειπόμενος
remaining after part of something has been used, taken, or dealt with
Παραδείγματα
Only a few items are left on the grocery list.
Μόνο λίγα αντικείμενα απομένουν στη λίστα με τα ψώνια.
After the event, some food was still left over.
Μετά την εκδήλωση, είχε μείνει ακόμα λίγο φαγητό απομεινάρι.
03
αριστερός, με το αριστερό χέρι
done using the left hand, especially referring to an action or movement
Παραδείγματα
He threw a powerful left punch during the boxing match.
Έριξε ένα ισχυρό αριστερό γροθιά κατά τη διάρκεια του αγώνα πυγμαχίας.
The boxer delivered a fast left jab to his opponent ’s face.
Ο πυγμάχος έδωσε μια γρήγορη αριστερή γροθιά στο πρόσωπο του αντιπάλου του.
04
αριστερός, προοδευτικός
belonging to the liberal or progressive side of the political spectrum
Παραδείγματα
The politician is known for his left views on healthcare and education reform.
Ο πολιτικός είναι γνωστός για τις αριστερές του απόψεις σχετικά με τη μεταρρύθμιση της υγείας και της εκπαίδευσης.
The left party advocates for a stronger social safety net.
Το αριστερό κόμμα υποστηρίζει ένα ισχυρότερο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας.
Left
01
αριστερά
the direction that is to the west when facing north or the opposite of right
Παραδείγματα
Turn to the left at the traffic light.
Στρίψτε αριστερά στο φανάρι.
The sign pointed to the left for the nearest gas station.
Η πινακίδα έδειχνε αριστερά για το πλησιέστερο βενζινάδικο.
02
αριστερά, αριστερή πλευρά
the side or position on the left of the playing area
Παραδείγματα
He played as a forward on the left in soccer.
Έπαιξε ως επιθετικός στην αριστερά στο ποδόσφαιρο.
She was assigned to play left during the tennis doubles match.
Της ανατέθηκε να παίξει στην αριστερά κατά τη διάρκεια του αγώνα διπλού στο τένις.
03
αριστερά
the hand located on the left side of the body, typically the non-dominant hand for most individuals
Παραδείγματα
He wore a watch on his left during the ceremony.
Φορούσε ένα ρολόι στο αριστερό του χέρι κατά τη διάρκεια της τελετής.
She injured her left while lifting weights.
Τραυμάτισε το αριστερό της χέρι όταν σήκωνε βάρη.
04
αριστερά, η αριστερή πτέρυγα
a political ideology focused on social equality, government intervention, and progressive reforms
Παραδείγματα
The left is pushing for more environmental regulations to combat climate change.
Η αριστερά πιέζει για περισσότερους περιβαλλοντικούς κανονισμούς για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Many members of the left believe in higher taxes for the wealthy to reduce income inequality.
Πολλά μέλη της αριστεράς πιστεύουν σε υψηλότερους φόρους για τους πλούσιους για τη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας.
05
αριστερά
a change in direction towards the left side
Παραδείγματα
Make a left at the traffic lights.
Στρίψτε αριστερά στο φανάρι.
The bus will make a left to head towards the station.
Το λεωφορείο θα στρίψει αριστερά για να κατευθυνθεί προς τον σταθμό.
left
01
αριστερά
on or toward the left side
Παραδείγματα
Turn left at the intersection to reach the park.
Στρίψτε αριστερά στη διασταύρωση για να φτάσετε στο πάρκο.
The car turned left onto the narrow street.
Το αυτοκίνητο στρίψει αριστερά στον στενό δρόμο.
Λεξικό Δέντρο
leftish
left



























