Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
left-hand
01
αριστερόχειρας, για το αριστερό χέρι
designed or intended to be used with the left hand
Παραδείγματα
He bought a left-hand glove for his injured hand.
Αγόρασε ένα αριστερόχειρο γάντι για το τραυματισμένο του χέρι.
The left-hand handle on the machine was labeled for clarity.
Η αριστερή λαβή στο μηχάνημα ήταν επισημασμένη για σαφήνεια.
Παραδείγματα
The left-hand door leads to the basement.
Η αριστερή πόρτα οδηγεί στο υπόγειο.
She kept her wallet in the left-hand pocket of her coat.
Κράτησε το πορτοφόλι της στην αριστερή τσέπη του παλτού της.



























