Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Leftist
01
αριστερός, αριστερός ακτιβιστής
an individual who supports or advocates for left-wing political ideologies
Παραδείγματα
The leftist advocated for policies that aimed to reduce economic inequality and enhance social justice.
Ο αριστερός υποστήριξε πολιτικές που αποσκοπούσαν στη μείωση της οικονομικής ανισότητας και στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Many leftists participated in the rally to support universal healthcare and workers' rights.
Πολλοί αριστεροί συμμετείχαν στη συγκέντρωση για να υποστηρίξουν την παγκόσμια υγειονομική περίθαλψη και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
leftist
01
αριστερός, αριστεροστραφής
supporting left-wing political ideas like socialism or progressivism
Παραδείγματα
The leftist policies proposed by the candidate aimed to address income inequality and social justice.
Οι αριστερές πολιτικές που πρότεινε ο υποψήφιος είχαν ως στόχο την αντιμετώπιση της εισοδηματικής ανισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
The leftist movement gained momentum in response to rising concerns about climate change and economic disparity.
Το αριστερό κίνημα κέρδισε δυναμική ως απάντηση στις αυξανόμενες ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή και την οικονομική ανισότητα.
Λεξικό Δέντρο
leftist
left



























