Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to leer
01
κοιτάζω ή χαμογελώ σε κάποιον με έναν δυσάρεστο ή υπονοούμενο τρόπο, κάνω υπονοούμενα βλέμματα ή χαμόγελα
to look or smile at someone in an unpleasant or suggestive way
Leer
01
λαγνευτικό βλέμμα, υπονοούμενο χαμόγελο
an unpleasant or suggestive look or smile
02
έκφραση προσώπου περιφρόνησης, κύρτωση του άνω χείλους
a facial expression of contempt or scorn; the upper lip curls



























