Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unnoticed
01
απαρατήρητος, αναίσθητος
describing something that is not seen or noticed
Παραδείγματα
The unnoticed errors in the software code resulted in a system crash.
Τα απαρατήρητα λάθη στον κώδικα λογισμικού οδήγησαν σε κατάρρευση του συστήματος.
His kind gesture went unnoticed in the hustle and bustle of the city.
Η καλή του χειρονομία πέρασε απαρατήρητη στη βιασύνη της πόλης.
Λεξικό Δέντρο
unnoticed
noticed
notice



























