Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to unnerve
01
αναστατώνω, κάνω κάποιον να αισθάνεται άβολα
to make someone feel uneasy or anxious, disrupting their usual calm or confidence
Transitive: to unnerve sb
Παραδείγματα
Constant criticism unnerves her and affects her performance at work.
Η συνεχής κριτική την αναστατώνει και επηρεάζει την απόδοσή της στη δουλειά.
The unexpected criticism unnerved her during the meeting.
Η απροσδόκητη κριτική την αναστάτωσε κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
unnerved
unnerving
unnerve
nerve



























