Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unnerving
01
αγχωτικός, αποδιοργανωτικός
causing feelings of anxiety, fear, or a loss of confidence
Παραδείγματα
The eerie silence in the abandoned house was unnerving.
Η παραδοξή σιωπή στο εγκαταλελειμμένο σπίτι ήταν αγχωτική.
The sudden change in his behavior was unnerving for his friends.
Η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν αγχωτική για τους φίλους του.
Λεξικό Δέντρο
unnerving
unnerve
nerve



























