Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unnecessary
01
αναγκαίος, περιττός
not needed at all or more than what is required
Παραδείγματα
His comments during the meeting were unnecessary and only served to prolong the discussion.
Τα σχόλιά του κατά τη διάρκεια της συνάντησης ήταν αχρείαστα και μόνο παρατείναν τη συζήτηση.
Adding extra sugar to the recipe would be unnecessary since it's already sweet enough.
Η προσθήκη επιπλέον ζάχαρης στη συνταγή θα ήταν αχρείαστη αφού είναι ήδη αρκετά γλυκιά.
Λεξικό Δέντρο
unnecessary
necessary
necessar



























