Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Inessential
01
μη ουσιαστικό, περιττό
anything that is not essential
inessential
01
μη ουσιαστικός, περιττός
not required for the basic functioning or core purpose
02
μη ουσιαστικός, περιττός
not critical to the main purpose or function
Παραδείγματα
The decorations were deemed inessential for the meeting and were removed.
Οι διακοσμήσεις θεωρήθηκαν μη απαραίτητες για τη συνάντηση και αφαιρέθηκαν.
She focused on the essential parts of her presentation, leaving out the inessential details.
Συγκεντρώθηκε στα βασικά μέρη της παρουσίασής της, αφήνοντας απ' έξω τις μη ουσιαστικές λεπτομέρειες.
Λεξικό Δέντρο
inessential
essential



























