Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unnoticeable
01
απαρατήρητος, δυσδιάκριτος
not easily seen, observed, or perceived due to a lack of prominence
02
απαρατήρητος, δυσδιάκριτος
not easily seen or detected
Παραδείγματα
The changes to the website were so unnoticeable that users did n’t realize it had been updated.
Οι αλλαγές στον ιστότοπο ήταν τόσο αόρατες που οι χρήστες δεν συνειδητοποίησαν ότι είχε ενημερωθεί.
The small crack in the wall was unnoticeable unless you were looking closely.
Η μικρή ρωγμή στον τοίχο ήταν αόρατη εκτός αν κοιτούσες προσεκτικά.
Λεξικό Δέντρο
unnoticeable
noticeable
notice



























