Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unobtrusively
01
διακριτικά, χωρίς να τραβήξει την προσοχή
in a way that is subtle and not likely to attract attention
Παραδείγματα
She entered the room unobtrusively, avoiding any unnecessary attention.
Μπήκε στο δωμάτιο διακριτικά, αποφεύγοντας κάθε άσκοπη προσοχή.
The changes in the design were made unobtrusively, without disrupting the overall aesthetic.
Οι αλλαγές στο σχέδιο έγιναν διακριτικά, χωρίς να διαταράξουν τη συνολική αισθητική.
Λεξικό Δέντρο
unobtrusively
obtrusively
...
obtur



























