Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unoccupied
01
αδόμητος, ελεύθερος
not held or filled or in use
02
ακατοίκητος, ελεύθερος
not seized and controlled
03
ακατοίκητος, ελεύθερος
describing a state or condition in which a space or property is not being used, inhabited, or occupied by individuals
Παραδείγματα
She was unoccupied after finishing all her work and spent the afternoon reading.
Ήταν αδρανής αφού τελείωσε όλες τις δουλειές της και πέρασε το απόγευμα διαβάζοντας.
He was unoccupied during the meeting, as his tasks were already completed.
Ήταν αδρανής κατά τη διάρκεια της συνάντησης, καθώς οι εργασίες του είχαν ήδη ολοκληρωθεί.
Λεξικό Δέντρο
unoccupied
occupied
occupy



























