Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reachable
01
προσβάσιμος, φθάσιμος
(of a place) capable of being accessed or entered without difficulty
Παραδείγματα
The top shelf in the kitchen is not reachable without a step stool.
Το πάνω ράφι στην κουζίνα δεν είναι προσβάσιμο χωρίς ένα σκαμνάκι.
The remote village is reachable only by a narrow mountain path.
Το απομακρυσμένο χωριό είναι προσβάσιμο μόνο από ένα στενό βουνίσιο μονοπάτι.
1.1
προσβάσιμος, επικοινωνήσιμος
(of a person) available for communication or contact
Παραδείγματα
Even on holiday, he remained reachable by phone.
Ακόμα και στις διακοπές, παρέμεινε προσβάσιμος τηλεφωνικά.
The manager is always reachable during office hours.
Ο διαχειριστής είναι πάντα προσβάσιμος κατά τις ώρες γραφείου.
02
προσβάσιμος, κατανοητός
capable of being achieved or understood
Παραδείγματα
The goal seemed challenging but ultimately reachable with hard work.
Ο στόχος φαινόταν απαιτητικός αλλά τελικά επιτεύξιμος με σκληρή δουλειά.
Success is reachable for anyone willing to put in the effort.
Η επιτυχία είναι προσβάσιμη για όποιον είναι πρόθυμος να καταβάλει την προσπάθεια.
Λεξικό Δέντρο
unreachable
reachable
reach



























