Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unnamed
01
ανώνυμος, χωρίς όνομα
lacking a known or specified name or source
Παραδείγματα
The unnamed author of the letter left recipients puzzled about its origin.
Ο ανώνυμος συγγραφέας της επιστολής άφησε τους παραλήπτες σε σύγχυση σχετικά με την προέλευσή της.
The unnamed donor generously contributed to the charity without seeking recognition.
Ο ανώνυμος δωρητής συνέβαλε γενναιόδωρα στη φιλανθρωπία χωρίς να αναζητά αναγνώριση.
Λεξικό Δέντρο
unnamed
named
name



























