Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Recreant
01
δειλός, φυγόπονος
an abject coward
02
αποστάτης, προδότης
a disloyal person who betrays or deserts his cause or religion or political party or friend etc.
recreant
01
δειλός, φυγόπονος
devoid of even the smallest trace of bravery or courage
Παραδείγματα
The recreant knight fled the battlefield, abandoning his comrades.
Ο δειλός ιππότης έφυγε από το πεδίο της μάχης, εγκαταλείποντας τους συντρόφους του.
His recreant behavior was evident when he betrayed his friends for personal gain.
Η δειλή του συμπεριφορά ήταν εμφανής όταν πρόδωσε τους φίλους του για προσωπικό όφελος.
02
δειλός, αποστάτης
having deserted a cause or principle



























