Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
recreational
01
ψυχαγωγικός, αναψυχής
relating to activities done for enjoyment or leisure, rather than for work or other obligations
Παραδείγματα
Recreational activities such as hiking and swimming promote physical fitness and relaxation.
Δραστηριότητες ψυχαγωγίας όπως η πεζοπορία και η κολύμβηση προωθούν τη σωματική υγεία και την χαλάρωση.
Recreational sports leagues provide opportunities for social interaction and friendly competition.
Οι ψυχαγωγικές αθλητικές λίγκες προσφέρουν ευκαιρίες για κοινωνική αλληλεπίδραση και φιλικό ανταγωνισμό.
02
ψυχαγωγικός, αναψυκτικός
engaged in as a pastime
Λεξικό Δέντρο
nonrecreational
recreationally
recreational
recreation
creation
create



























