Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
putrid
01
σαθρός, σάπιος
breaking down and rotting, typically referring to organic material
Παραδείγματα
She disposed of the putrid leftovers from the refrigerator.
Απέτυχε τα σαπισμένα υπολείμματα από το ψυγείο.
As the food was left out too long, it became putrid and had to be thrown away.
Καθώς το φαγητό άφησε έξω για πολύ καιρό, έγινε σαπρό και έπρεπε να πεταχτεί.
Παραδείγματα
The putrid deeds of the politician were shocking and betrayed the public's trust.
Οι σαπισμένες πράξεις του πολιτικού ήταν σοκαριστικές και προδώσαν την εμπιστοσύνη του κοινού.
His putrid actions, full of deceit and cruelty, were widely condemned.
Οι σαπισμένες πράξεις του, γεμάτες εξαπάτηση και σκληρότητα, καταδικάστηκαν ευρέως.
Λεξικό Δέντρο
putridness
putrid



























