Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rancid
01
αποξηραμένος, σαπισμένος
(of food) having a spoiled or decomposed smell, typically due to the breakdown of fats or oils
Παραδείγματα
The rancid smell of the leftover bacon made it clear that it had gone bad.
Η αποξηραμένη μυρωδιά του υπολείμματος μπέικον έκανε σαφές ότι είχε χαλάσει.
The rancid taste of the old cooking oil ruined the entire dish.
Η ξεχασμένη γεύση του παλιού μαγειρικού λαδιού κατέστρεψε ολόκληρο το πιάτο.
02
αποκρουστικός, σιχαμένος
highly offensive or repulsive, often due to its morally objectionable or deeply unpleasant nature
Παραδείγματα
The article ’s rancid arguments were filled with bigotry and made many readers feel disgusted.
Τα σαθρά επιχειρήματα του άρθρου ήταν γεμάτα μισαλλοδοξία και έκαναν πολλούς αναγνώστες να αισθάνονται αηδία.
His rancid behavior at the event was so distasteful that it overshadowed the entire occasion.
Η σάπια συμπεριφορά του στην εκδήλωση ήταν τόσο δυσάρεστη που επισκίασε ολόκληρη την περίσταση.
Λεξικό Δέντρο
rancidness
rancid



























