Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
decayed
01
σαθρός, αποσυντεθειμένος
rotten or decomposed, having broken down over time
Παραδείγματα
The decayed apples were mushy and smelled terrible.
Τα σαπισμένα μήλα ήταν μαλακά και μύριζαν απαίσια.
The decayed log was covered in mold and insects.
Το σαθρό κούτσουρο ήταν καλυμμένο με μούχλα και έντομα.
Λεξικό Δέντρο
decayed
decay



























