Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deceitfulness
01
απάτη, δολιότητα
the quality of being dishonest and misleading
Παραδείγματα
Her deceitfulness was revealed when the truth about her lies came to light.
Η απάτη της αποκαλύφθηκε όταν η αλήθεια για τα ψέματά της βγήκε στο φως.
The politician 's deceitfulness eroded the public's trust in him.
Η απάτη του πολιτικού υπονόμευσε την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτόν.
Λεξικό Δέντρο
deceitfulness
deceitful
deceit



























