Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plentitude
01
αφθονία, πληρότητα
the state of having a large or sufficient amount of something
Παραδείγματα
The garden was a place of color and plenitude in the spring.
Ο κήπος ήταν ένας τόπος χρώματος και αφθονίας την άνοιξη.
They enjoyed the plenitude of food during the festival.
Απόλαυσαν την αφθονία της τροφής κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ.



























