Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plentifulness
01
αφθονία, περιουσία
the quality or state of being present in large amounts
Παραδείγματα
The plentifulness of water in the region supports thriving agriculture.
Η αφθονία του νερού στην περιοχή υποστηρίζει την ανθητή γεωργία.
They admired the forest for its beauty and plentifulness of wildlife.
Εκτιμούσαν το δάσος για την ομορφιά του και την αφθονία της άγριας ζωής.
Λεξικό Δέντρο
plentifulness
plentiful
plenty



























