Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plenitude
01
αφθονία, πληρότητα
the state of having a great amount of something
Παραδείγματα
The garden offered a plenitude of colors in the spring.
Ο κήπος προσέφερε μια αφθονία χρωμάτων την άνοιξη.
She enjoyed a life of plenitude and comfort.
Απόλαυσε μια ζωή αφθονίας και άνεσης.



























