Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plenteousness
01
αφθονία, περιουσία
the state or quality of being abundant
Παραδείγματα
The plenteousness of the harvest ensured that no one went hungry.
Η αφθονία της σοδειάς εξασφάλισε ότι κανείς δεν πείνασε.
They were grateful for the land 's plenteousness after years of drought.
Ήταν ευγνώμονες για την αφθονία της γης μετά από χρόνια ξηρασίας.
Λεξικό Δέντρο
plenteousness
plenteous



























