Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nicely
01
όμορφα, ευχάριστα
in a pleasant, attractive, or enjoyable way
Παραδείγματα
The cake was nicely frosted with smooth layers of chocolate.
Το κέικ ήταν όμορφα γλασάρισμα με λεία στρώματα σοκολάτας.
The house sat nicely on the hillside, surrounded by trees.
Το σπίτι ήταν όμορφα τοποθετημένο στην πλαγιά του λόφου, περιβαλλόμενο από δέντρα.
1.1
καλά, ευγενικά
in a kind, friendly, or polite manner
Παραδείγματα
He asked nicely if he could borrow the car for the weekend.
Ρώτησε ευγενικά αν μπορούσε να δανειστεί το αυτοκίνητο για το σαββατοκύριακο.
She smiled and thanked the waiter nicely.
Χαμογέλασε και ευχαρίστησε τον σερβιτόρο ευγενικά.
Παραδείγματα
She plays the piano nicely.
Παίζει το πιάνο όμορφα.
The project is coming along nicely.
Το έργο προχωρά καλά.
03
επιδέξια, με ακρίβεια
in a careful, precise, or skillful way
Παραδείγματα
The author nicely captures the tension of the moment.
Ο συγγραφέας επιδέξια συλλαμβάνει την ένταση της στιγμής.
The speaker nicely framed the debate with historical context.
Ο ομιλητής επιδέξια πλαίσωσε τη συζήτηση με ιστορικό πλαίσιο.
Λεξικό Δέντρο
nicely
nice



























